συντεχνιακός

συντεχνιακός
η , ό[ν]
1) корпоративный;

συντεχνιακόν κράτος — корпоративное государство;

συντεχνιακή βουλή — корпоративный парламент;

2) профсоюзный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συντεχνιακός" в других словарях:

  • συντεχνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντεχνία («συντεχνιακά συμφέροντα») 2. φρ. «συντεχνιακό δίκαιο» (νομ.) το σύνολο τών κανόνων που σχετίζονται με τη λειτουργία και τις αμοιβαίες σχέσεις είτε μεταξύ των επαγγελματικών σωματείων είτε… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»